φιλικός

φιλικός

φιλικός, dem Freunde gehörig, gebührend, geziemend, eigen, freundschaftlich, freundlich; ὁπόταν φιλικὰ παράσχῃ ξένια Plat. Legg. XI, 919 a; φιλικὰ ἔργα, auch ohne ἔργα, Freundschaftsbeweise, Xen. Cyr. 8, 7,15 Mem. 2, 6,21. 3, 10, 3 u. Folgde; φιλικὴ κοινωνία πραγμάτων Pol. 2, 37, 10. – Adv., φιλικῶς ἔχειν πρός τινα, freundlich gegen Einen gesinnt sein, Plat. Gorg. 485 e; Pol. 4, 32, 4; φιλικώτερον χρῆσϑαί τινι Xen. Mem. 4, 3,13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιλικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο φίλο ή τη φιλία: Φιλικό σπίτι. 2. το αρσ. ως ουσ., φιλικός μέλος της Φιλικής Εταιρείας, της περίφημης μυστικής οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας από τους Σκουφά, Ξάνθο και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλικός — friendly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλικός — ή, ό / φιλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φίλος] αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ… …   Dictionary of Greek

  • φιλικά — φιλικός friendly neut nom/voc/acc pl φιλικά̱ , φιλικός friendly fem nom/voc/acc dual φιλικά̱ , φιλικός friendly fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλικώτερον — φιλικός friendly adverbial comp φιλικός friendly masc acc comp sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάνος, Π — Φιλικός του οποίου το όνομα παραμένει άγνωστο. Το γεγονός ότι αρχίζει με το γράμμα Π αναφέρεται στο κρυπτογραφικό λεξικό της Φιλικής Εταιρείας. Ο φιλικός αυτός είχε το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ανόητος …   Dictionary of Greek

  • φιλικῶν — φιλικός friendly fem gen pl φιλικός friendly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλικόν — φιλικός friendly masc acc sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλικώτατα — φιλικός friendly adverbial superl φιλικός friendly neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλικώτατον — φιλικός friendly masc acc superl sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμούντσιας, Γεώργιος — Φιλικός από τη Μακρινίτσα. Ζούσε στη Μόσχα όπου ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Κομιτζόπουλο και προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον Αγώνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”