- φιλ-εγκλήμων
φιλ-εγκλήμων, ονος, gern anklagend, Clem. Al., Poll. 6, 168.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-εγκλήμων, ονος, gern anklagend, Clem. Al., Poll. 6, 168.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλεγκλήμων — ον, Α αυτός που τού αρέσει να κατηγορεί, φιλαίτιος*, φιλοκατήγορος. επίρρ... φιλεγκλημόνως Α φιλαιτίως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εγκλήμων (< ἔγκλημα), πρβλ. δυσ εγκλήμων] … Dictionary of Greek