- πρός-χυσις [2]
πρός-χυσις, ἡ, das Zugießen, Anspülen, Longin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρός-χυσις, ἡ, das Zugießen, Anspülen, Longin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek