- φιλο-παίγμων
φιλο-παίγμων, ονος, wie φιλοπαίσμων, Spiel, Scherz liebend; ὀρχηϑμός Od. 23, 134; Hes. frg. 13, 3; Ar. Ran. 333; Διόνυσος Anacr. 40, 2; oft in der Anth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-παίγμων, ονος, wie φιλοπαίσμων, Spiel, Scherz liebend; ὀρχηϑμός Od. 23, 134; Hes. frg. 13, 3; Ar. Ran. 333; Διόνυσος Anacr. 40, 2; oft in der Anth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοπαίγμων — θεοπαίγμων, ον (Α) αυτός που παίζει, που μετέχει σε αγωνίσματα μαζί με θεό. * [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παίγμων (< παίζω), πρβλ. λυσι παίγμων, φιλο παίγμων] … Dictionary of Greek
πολυπαίγμων — ον, Α (για χορό) αυτός που έχει πολλές φιγούρες («πολυπαίγμονος ὀρχηθμοῑο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παίγμων (< παῖγμα < παίζω), πρβλ. λυσι παίγμων, φιλο παίγμων] … Dictionary of Greek
λυσιπαίγμων — λυσιπαίγμων, ον (Α) αυτός που προσφέρεται για παιχνίδι, για διασκέδαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + παίγμων(< παῖγμα < παίζω), πρβλ. φιλο παίγμων] … Dictionary of Greek
χοροπαίγμων — ον, Α αυτός που χορεύει εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + παίγμων (< παῖγμα < παίζω), πρβλ. φιλο παίγμων] … Dictionary of Greek