- φιλ-ορχηστής
φιλ-ορχηστής, ὁ, den Tanz liebend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-ορχηστής, ὁ, den Tanz liebend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλορχηστής — ὁ, Α αυτός που τού αρέσει ο χορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὀρχηστής «χορευτής»] … Dictionary of Greek