- φιλ-ορχήμων
φιλ-ορχήμων, ονος, = Folgdm, Arr. An. 6, 3,10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-ορχήμων, ονος, = Folgdm, Arr. An. 6, 3,10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλορχήμων — ον, Α φιλορχηστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ορχήμων (< ὄρχημα «χορός»)] … Dictionary of Greek