- φιλ-οργός
φιλ-οργός, s. φιλοργής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-οργός, s. φιλοργής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωμοργός — όν, και ᾠμοργής, ές, Α σκληρός, απάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + οργός / οργής (< ὀργή), πρβλ. φιλ οργός / φιλ οργής] … Dictionary of Greek