- φιλ-οργής
φιλ-οργής, ές, od. φιλοργός, gern, bald zürnend, leicht in Leidenschaft gerathend, Nic. Al. 175.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-οργής, ές, od. φιλοργός, gern, bald zürnend, leicht in Leidenschaft gerathend, Nic. Al. 175.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωμοργός — όν, και ᾠμοργής, ές, Α σκληρός, απάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + οργός / οργής (< ὀργή), πρβλ. φιλ οργός / φιλ οργής] … Dictionary of Greek
περιοργής — ές, Α γεμάτος οργή, πολύ οργισμένος. επίρρ... περιοργῶς με πάρα πολλή οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οργής (< ὀργή), πρβλ. φιλ οργής] … Dictionary of Greek
φιλοργής — ές, Α (ποιητ. τ.) ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οργής (< οργή), πρβλ. περι οργής] … Dictionary of Greek