- φιλησι-στέφανος
φιλησι-στέφανος, = φιλοστέφανος, Aristid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλησι-στέφανος, = φιλοστέφανος, Aristid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλησιστέφανος — ον, Α αυτός στον οποίο αρέσουν τα στεφάνια, φιλοστέφανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φιλησι τού φιλῶ (πρβλ. φίλησις) + στέφανος (πρβλ. καλλι στέφανος)] … Dictionary of Greek