- φιλησί-μολπος
φιλησί-μολπος, = φιλόμολπος, Pind. Ol. 14, 13, Αγλαΐα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλησί-μολπος, = φιλόμολπος, Pind. Ol. 14, 13, Αγλαΐα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλησίμολπος — ον, Α (ποιητ. τ.) φιλόμολπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φιλησι τού φιλῶ (πρβλ. φίλησις) + μολπος (< μολπή), πρβλ. ἐρασί μολπος] … Dictionary of Greek