- φιλο-σώ-φρων
φιλο-σώ-φρων, ονος, Mäßigkeit, Züchtigkeit, Bescheidenheit liebend, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-σώ-φρων, ονος, Mäßigkeit, Züchtigkeit, Bescheidenheit liebend, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληρικόφρων — ον, αρσ. και κληρικόφρονας 1. αυτός που υποστηρίζει τα σχετικά με τον κλήρο ζητήματα 2. (γενικώς) αυτός που επιδιώκει ή επιδοκιμάζει την ενεργό ανάμιξη τού κλήρου στη δημόσια ή στην ιδιωτική ζωή 3. ως ουσ. οπαδός κληρικόφρονος κόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek