- φιλοττάριον
φιλοττάριον, τό, poet. statt φιλοτάριον, Ar. Eccl. 891.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλοττάριον, τό, poet. statt φιλοτάριον, Ar. Eccl. 891.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλοττάριον — little pet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοττάριον — τὸ, Α ποιητ. υποκορ. τ. τού φιλότης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. φίλος και νηττάριον και αποτελεί τρυφερή προσφώνηση γυναίκας προς άνδρα με σημ. «μικρό αγαπημένο παπάκι». Λιγότερο πιθανή θεωρείται η άποψη ότι πρόκειται για… … Dictionary of Greek