- φιλο-κηδής
φιλο-κηδής, ές, 1) Sorgen liebend, Ar. fr. 700 bei Poll. 6, 167. – 2) = φιλοκηδεμών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-κηδής, ές, 1) Sorgen liebend, Ar. fr. 700 bei Poll. 6, 167. – 2) = φιλοκηδεμών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρενοκηδής — ές, Α αυτός που λυπεί το πνεύμα, την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κηδής (κῆδος), πρβλ. δημο κηδής, φιλο κηδής] … Dictionary of Greek
νεοκηδής — νεοκηδής, ές (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που έχει πληγεί από πένθος πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. φιλο κηδής] … Dictionary of Greek
πολυκηδής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλές έγνοιες 2. αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ ἐνίσπω», Ομ. Οδ.) 3. ο αίτιος πολλών συμφορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα, έγνοια»), πρβλ. φιλο κηδής] … Dictionary of Greek