- φιλο-δίκαιος
φιλο-δίκαιος, Gerechtigkeit liebend, Freund der Gerechtigkeit; Arist. eth. 1, 8,10; Plut. Arist. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-δίκαιος, Gerechtigkeit liebend, Freund der Gerechtigkeit; Arist. eth. 1, 8,10; Plut. Arist. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύδικος — εὔδικος, ον (Α) δίκαιος, χρηστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δικος (< δίκη), πρβλ. ά δικος, φιλό δικος, φυγό δικος] … Dictionary of Greek
ισόνομος — η, ο (Α ἰσόνομος, ον) 1. (για πόλεις ή πολιτεύματα) αυτός στον οποίο όλοι έχουν ίσα δικαιώματα («δίκαιος και ισόνομος πολιτεία», Πλάτ.) 2. αυτός που απολαμβάνει ισονομία αρχ. φρ. «χαλκὸς ἰσόνομος» χαλκός στο άρτιο, αντίθ. τού «χαλκὸς οὗ διαλλαγή» … Dictionary of Greek