- φιλο-λοίδορος
φιλο-λοίδορος, schmähsüchtig, gern schmähend; Dem. 18, 126; γλῶσσα Anacr. 40, 10; Plut. Symp. 1, 2,6; adv. φιλολοιδόρως, Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-λοίδορος, schmähsüchtig, gern schmähend; Dem. 18, 126; γλῶσσα Anacr. 40, 10; Plut. Symp. 1, 2,6; adv. φιλολοιδόρως, Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυλοίδορος — ον, Μ πάρα πολύ υβριστικός, χλευαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λοίδορος «υβριστικός, χλευαστικός» (πρβλ. φιλο λοίδορος)] … Dictionary of Greek