φιλ-ηλάκατος

φιλ-ηλάκατος

φιλ-ηλάκατος, die Spindel liebend, καλαϑίσκος Antp. Sid. 26 (VI, 160).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρυσηλάκατος — και δωρ. τ. χρυσαλάκατος, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χρυσή ηλακάτη («χρυσηλάκατος κελαδεινὴ Ἄρτεμις», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. φιλ ηλάκατος] …   Dictionary of Greek

  • φιληλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά την ηλακάτη, την ρόκα («καὶ πήνας καὶ τόνδε φιληλάκατον καλαθίσκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. χρυσ ηλάκατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”