- φιλ-οίφης
φιλ-οίφης, ὁ, den Beischlaf liebend, ein geiler Mensch, Theocr. 4, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-οίφης, ὁ, den Beischlaf liebend, ein geiler Mensch, Theocr. 4, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλοίφης — ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. φιλοίφας Ααυτός που τού αρέσουν οι σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οίφης (< οἴφω «συνουσιάζομαι»)] … Dictionary of Greek