- φιλ-ήνωρ
φιλ-ήνωρ, ορος, dor. φιλάνωρ, = φίλανδρος; Aesch. u. Pind., s. oben; Col. 204; Mus. 267.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-ήνωρ, ορος, dor. φιλάνωρ, = φίλανδρος; Aesch. u. Pind., s. oben; Col. 204; Mus. 267.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλάνωρ — και επικ. τ. φιλήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. φίλανδρος·2. (για δελφίνι) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άνωρ / ήνωρ (< ἀνήρ, βλ. λ. άνδρας), πρβλ. ἀγαπ ήνωρ] … Dictionary of Greek