- φορεύς
φορεύς, ὁ, der Träger; Il. 18, 566; ἰῶν Ap. Rh. 1, 132; bes. der Sänftenträger, Plut. Artax. 22; ἵππος φορεύς, Pack-, Saumroß, Aem. Paull. 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φορεύς, ὁ, der Träger; Il. 18, 566; ἰῶν Ap. Rh. 1, 132; bes. der Sänftenträger, Plut. Artax. 22; ἵππος φορεύς, Pack-, Saumroß, Aem. Paull. 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φορεύς — bearer masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορεύς — έως, ὁ, Α βλ. φορέας … Dictionary of Greek
φορᾶ — φορεύς bearer masc acc sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορῆα — φορεύς bearer masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορῆας — φορεύς bearer masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορῆες — φορεύς bearer masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορῆος — φορεύς bearer masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορήων — φορεύς bearer masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιξοφορεύς — ἰξοφορεύς, έως, ὁ (Α) ο αλειμμένος με ιξό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. λιμο φορεύς, ρηνο φορεύς] … Dictionary of Greek
λιμοφορεύς — λιμοφορεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που φέρνει λιμό, αυτός που προξενεί πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. αμφι φορεύς, συμ φορεύς] … Dictionary of Greek
уборок — название меры , только др. русск. уборъкъ – то же (РП, Синод. сп. 29; см. Карский, РП 95; Шахматов, Очерк 153), укр. уборок (Мi. ЕW 221), сербохорв. у̀борак, род. п. у̀бо̑рка мера зерна , словен. obọ̑rǝk, род. п. rkа – то же, чеш. ubor, оubоr… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера