- φορειο-φόρος
φορειο-φόρος, ὁ, der Sänftenträger, v. l. von φορειαφόρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φορειο-φόρος, ὁ, der Sänftenträger, v. l. von φορειαφόρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντοφορείο(ν) — το ονομασία που δόθηκε από τους λογίους τής εποχής στο ιπποκίνητο λεωφορείο που το 1836 άρχισε να εξυπηρετεί τη συγκοινωνία Αθήνας Πειραιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + φορείο(ν) (< φόρος < φέρω), πρβλ. λεω φορείο. Η λ. αποτελεί απόδοση τού… … Dictionary of Greek
οκτώφορος — ὀκτώφορος και ὀκτάφορος, ον (Α) 1. (για φορητή κλίνη ή για φορείο ασθενών) αυτός που μεταφέρεται από οκτώ 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ ὀκτώφορος και τὸ ὀκτώφορον είδος φορείου ή οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ* + φόρος*] … Dictionary of Greek