- φορβεά
φορβεά, ἡ, = φορβειά.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φορβεά, ἡ, = φορβειά.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φορβιά — η / φορβειά, ΝΜΑ, και φορβεά και κατά τον Ησύχ. φορβέα και δ. τ. φορβαία Α είδος δερμάτινου, συνήθως, χαλινού χωρίς στομίδα τών υποζυγίων, που χρησιμεύει για την πρόσδεσή τους στον στάβλο, το καπίστρι αρχ. 1. είδος δερμάτινου περιστομίου το οποίο … Dictionary of Greek
ՊԱԽՈՒՑ — (ի, կամ խցոյ.) NBH 2 0583 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c գ. φορβέα apistrum. Երասանակ. դանդանաւանդ. պախուրց. ... *Դնիցե՞ս պախուցս շուրջ զցռկով նորա. (կամ պախուց շուրջ զցռկաւ նորա). Յոբ. ՟Խ. 2: *Բուռն հարեալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)