φορμίον

φορμίον

φορμίον, τό, auch schlecht φόρμιον betont, dim. von φορμός, 1) jede kleine Flechtarbeit von Binsen od. Schilf, Matten, Körbe, Fischreusen u. vgl., D. L. 4, 3. – 2) eine Pflanze, vielleicht einerlei mit ὅρμινον, sp. Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φορμίον — mat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορμίον — τὸ, Α [φορμός] 1. υποκορ. τού φορμός* 2. δεμάτι («ᾧ τὰ φορμία τῶν φρυγάνων εὔογκα ποιοῡσιν», Διογ. Λαέρ.) 3. είδος φυτού, πιθανώς το όρμινο …   Dictionary of Greek

  • φορμία — φορμίον mat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορμίων — φορμίον mat neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφόρμιον — necklace neut nom/voc/acc sg ὑ̱φόρμιον , ὑφορμάω to be in motion under imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ὑ̱φόρμιον , ὑφορμάω to be in motion under imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) ὑφορμάω to be in motion under imperf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφόρμιον — ἀ̱φόρμιον , ἀφορμάω make to start from imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀ̱φόρμιον , ἀφορμάω make to start from imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀφορμάω make to start from imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • STOREA — et Matta, recentioribus dicta est, quae tegiculum Plauto apud Porphyrionem, Anus haec in pellis tegiculum protenditur: quae pellem scil. pro tegiculo habebat; sic enim stramen vocabant. Donatus, φόρμιον tegiculum dicunt Graeci, quô insiernitur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φορμίς — (5ος αι. π.Χ.). Αρχαίος κωμικός ποιητής από το Μαίναλο της Αρκαδίας. Έζησε στη Σικελία, ως μισθοφόρος των τυράννων των Συρακουσών Ιέρωνα και Γέλωνα και στη συνέχεια ως παιδαγωγός των παιδιών του τελευταίου. Οπαδός της σχολής του Επιχάρμου, έγραψε …   Dictionary of Greek

  • φόρμιο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αμαρυλλιδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phormium < φορμίον* «είδος φυτού»] …   Dictionary of Greek

  • φώρβιον — τὸ, Α το φυτό φορμίον* …   Dictionary of Greek

  • μονοκοτυλήδονα ή μονοκότυλα — Μία από τις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις των αγγειόσπερμων φυτών, με κύριο χαρακτηριστικό ότι το έμβρυό τους συνοδεύεται από ένα μόνο εμβρυακό φύλλο ή κοτυληδόνα· γενικά έχουν φύλλα επιμήκη, ταινιόμορφα, ωοειδή ή λογχοειδή, με τις νευρώσεις σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”