φλύαξ — tragic burlesque masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλύαξ — ακος, ο, ΝΜΑ (στην αρχαιότητα) στον πληθ. οι φλύακες λογοτεχνικό είδος σατιρικών και κωμικών, συνήθως άσεμνων, ασμάτων τών λαϊκών εορτών τών δωρικών κυρίως περιοχών, το οποίο γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στον Τάραντα και στη Σικελία, παίρνοντας τη… … Dictionary of Greek
φλυάκων — φλύαξ tragic burlesque masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλύακας — φλύαξ tragic burlesque masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλύακες — φλύαξ tragic burlesque masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
PHLYACOGRAPHIA — eadem cum Ι῾λαρῳδία seu Ι῾λαροτραγῳδίᾳ, Mimilogiae species; cuius cum variae fuerint species ac nomina, apud varias gentes, Lacones Δεικηλιςτὰς vocabant, qui populari et vili sermone hortorum furem imitabantur in hoc ludicro, aut Medicum externum … Hofmann J. Lexicon universale
βώμαξ — (I) βώμαξ, ο, η (Μ) ο βωμολόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) αξ* (πρβλ. κόρδαξ «χορός», φλύαξ «αστείος» κ.λπ.]. (II) βῶμαξ, η (Α) μικρός βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) αξ*, (πρβλ. βώλαξ, σκύλαξ κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
φλήναφος — ο, ΝΜΑ αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί αρχ. φλυαρία, μωρολογία. επίρρ... φληνάφως Α με φληναφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. τού καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην / φλᾱν το οποίο πρέπει να … Dictionary of Greek
φλυάσσω — Α [φλύαξ, ακος] (κατά τον Ησύχ.) «φλυαρῶ» … Dictionary of Greek
φλυακογράφος — ὁ, Α συγγραφέας φλυάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλύαξ, ακος «είδος κωμικών ποιημάτων» + γράφος*] … Dictionary of Greek