φλύαξ

φλύαξ

φλύαξ, ᾱκος, ὁ, dor. Form für φλύαρος, 1) unnützes Geschwätz, Possen, Schnurren. – 2) eine eigene Art Possenspiel, als dessen Erfinder Rhinthon genannt wird, auch φλύακες τραγικοί und ἱλαροτραγῳδία, wahrscheinlich eine Art travestirter Tragödie, Nossis 42 (VII, 414). – 3) der Schwätzer, Possenreißer, Ath. 621 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλύαξ — tragic burlesque masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλύαξ — ακος, ο, ΝΜΑ (στην αρχαιότητα) στον πληθ. οι φλύακες λογοτεχνικό είδος σατιρικών και κωμικών, συνήθως άσεμνων, ασμάτων τών λαϊκών εορτών τών δωρικών κυρίως περιοχών, το οποίο γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στον Τάραντα και στη Σικελία, παίρνοντας τη… …   Dictionary of Greek

  • φλυάκων — φλύαξ tragic burlesque masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλύακας — φλύαξ tragic burlesque masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλύακες — φλύαξ tragic burlesque masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …   Dictionary of Greek

  • PHLYACOGRAPHIA — eadem cum Ι῾λαρῳδία seu Ι῾λαροτραγῳδίᾳ, Mimilogiae species; cuius cum variae fuerint species ac nomina, apud varias gentes, Lacones Δεικηλιςτὰς vocabant, qui populari et vili sermone hortorum furem imitabantur in hoc ludicro, aut Medicum externum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βώμαξ — (I) βώμαξ, ο, η (Μ) ο βωμολόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) αξ* (πρβλ. κόρδαξ «χορός», φλύαξ «αστείος» κ.λπ.]. (II) βῶμαξ, η (Α) μικρός βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) αξ*, (πρβλ. βώλαξ, σκύλαξ κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

  • φλήναφος — ο, ΝΜΑ αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί αρχ. φλυαρία, μωρολογία. επίρρ... φληνάφως Α με φληναφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. τού καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην / φλᾱν το οποίο πρέπει να …   Dictionary of Greek

  • φλυάσσω — Α [φλύαξ, ακος] (κατά τον Ησύχ.) «φλυαρῶ» …   Dictionary of Greek

  • φλυακογράφος — ὁ, Α συγγραφέας φλυάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλύαξ, ακος «είδος κωμικών ποιημάτων» + γράφος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”