- φούλλικλος
φούλλικλος, ὁ, der Ballon, das lat. folliculus, Ath. I, 14 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φούλλικλος, ὁ, der Ballon, das lat. folliculus, Ath. I, 14 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φούλλικλος — ό, και φούλλικλον, τὸ, Α μικρή μπάλα για παιχνίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. folliculus «θύλακος, σφαίρα για παιχνίδι»] … Dictionary of Greek