- φλαυρότης
φλαυρότης, ητος, ἡ, att. statt φαυλότης, Poll. 4, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλαυρότης, ητος, ἡ, att. statt φαυλότης, Poll. 4, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλαυρότης — poorness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλαυρότης — ητος, ἡ, Α [φλαῡρος] φαυλότητα … Dictionary of Greek
φλαυρότητα — φλαυρότης poorness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)