φοιταλιώτης

φοιταλιώτης

φοιταλιώτης, , Beiwort des Bacchus, der Herumschweifende, Hymn. (IX, 524).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φοιταλιώτης — ὁ, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που σαν τρελός περιφέρεται εδώ κι εκεί, φοιταλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιταλέος + κατάλ. ιώτης (πρβλ. νησ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

  • φοιταλιώτην — φοιταλιώτης the maddener masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιταλιεύς — έως, ὁ, Α φοιταλιώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιταλέος + επίθημα ι εύς (πρβλ. νηφαλ ι εύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”