- φλιδάνω
φλιδάνω und
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλιδάνω und
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλιδάνω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φλιδάνει διαπίπτει, διαρρεῖ». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι δ (β., λ. φλίω), κατά τα ρ. σε άνω. Παρλλ. απαντά και ένας τ. αορ. ἔφλιδεν διέρρεεν, ἐρρήγνυεν (για το ζεύγος φλιδάνω: ἔφλιδον, πρβλ. ἁμαρτάνω: ἥμαρτον, καταδαρθάνω:… … Dictionary of Greek
φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… … Dictionary of Greek