- φοιβαίνω
φοιβαίνω, = Vorigem, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοιβαίνω, = Vorigem, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοιβαίνω — Α [φοῑβος / Φοῑβος] 1. (κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) καθαίρω, εξαγνίζω 2. προφητεύω, φοιβάζω* … Dictionary of Greek
αφοίβαντος — ἀφοίβαντος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαρθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φοιβαίνω (Η σύχ.) «λαμπρύνω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek