- φοιβηΐς
φοιβηΐς, ίδος, fem. zum Vor.; λύρα Dionys. 2; τέχνη Leon. phil. (IX, 201).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοιβηΐς, ίδος, fem. zum Vor.; λύρα Dionys. 2; τέχνη Leon. phil. (IX, 201).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Φοιβηΐς — ΐδος, ἡ, Α βλ. φοίβειος … Dictionary of Greek
Φοιβηίδι — Φοιβηίς of Phoebus fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιβηίδι — φοιβηίς of Phoebus fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοιβηίδος — Φοιβηίς of Phoebus fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιβηίδος — φοιβηίς of Phoebus fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίβειος — εία, ον, θηλ. και ος, και ιων. τ. Φοιβήϊος, ΐη, ον, θηλ. και Φοιβηΐς, ΐδος, Α [Φοῑβος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι αφιερωμένος στον Φοίβο … Dictionary of Greek