φοινίκιος

φοινίκιος

φοινίκιος, = φοινίκεος, Pol. 6, 23, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φοινίκιος — palm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκιος — (I) ία, ον, Α 1. πορφυρός («πτεροῑς φοινικίοις», Πολ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκιον το πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα». Το επίθ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. τού θηλ. ponikija «βαφή κόκκινου χρώματος»].… …   Dictionary of Greek

  • φοινικίη — φοινίκιος palm fem nom/voc sg (epic ionic) φοινικίας the Phoenician masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίους — φοινίκιος palm masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκιαι — φοινίκιος palm fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινός — (I) ή, όν, Α 1. κόκκινος σαν το αίμα, αιματώδης 2. αιμοχαρής 3. θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. ο οποίος, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhen «χτυπώ» και κατ επέκταση «χτυπώ μέχρι θανάτου» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φοινικίας — φοινικίᾱς , φοινίκιος palm fem acc pl φοινικίᾱς , φοινίκιος palm fem gen sg (attic doric aeolic) φοινικίᾱς , φοινικίας the Phoenician masc acc pl φοινικίᾱς , φοινικίας the Phoenician masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίων — φοινίκιον palm wine neut gen pl φοινίκιος palm fem gen pl φοινίκιος palm masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκιον — palm wine neut nom/voc/acc sg φοινίκιος palm masc acc sg φοινίκιος palm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • φοίνιξ — Μυθικό ιερό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων. Κατά τον Ηρόδοτο, είχε μέγεθος αετού, με φτερά κόκκινα και χρυσά. Κάθε πεντακόσια χρόνια ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, φέρνοντας το πτώμα του πατέρα του, που το είχε τυλιγμένο σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”