- φοινῑκό-πεζα
φοινῑκό-πεζα, ἡ, die Purpurfüßige, Beiwort der Demeter, Pind. Ol. 6, 94, s. Böckh explic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινῑκό-πεζα, ἡ, die Purpurfüßige, Beiwort der Demeter, Pind. Ol. 6, 94, s. Böckh explic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιουλόπελος — ἰουλόπελος, ον (Α) 1. αυτός που έχει πολλά πόδια, όπως η σαρανταποδαρούσα 2. (μτφ. για πλοίο) αυτό που έχει πολλά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + πεζός (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πους), πρβλ. κυανό πεζος, φοινικό πεζος] … Dictionary of Greek
χαλκεόπεζος — ον, Α χαλκόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + πεζος (< πέζα «πόδι»), πρβλ. κυανό πεζος, φοινικό πεζος] … Dictionary of Greek