- φοβητός
φοβητός, adj. verb. zu φοβέω, auch = furchtbar, Soph. Phil. 1139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοβητός, adj. verb. zu φοβέω, auch = furchtbar, Soph. Phil. 1139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοβητός — to be feared masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβητός — ή, όν, Α [φοβώ] αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να φοβάται … Dictionary of Greek
φοβητόν — φοβητός to be feared masc acc sg φοβητός to be feared neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβητικός — ή, όν, Α [φοβητός] αυτός που διακατέχεται από φόβο … Dictionary of Greek
φοβητσιάρης — και φοβιτσιάρης, α, ικο, Ν αυτός που φοβάται εύκολα, ολιγόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. φοβητός + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης, καυχησ ιάρης)] … Dictionary of Greek