- φονο-κτόνος
φονο-κτόνος, mordend, todtschlagend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φονο-κτόνος, mordend, todtschlagend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλληλοκτόνος — ἀλληλοκτόνος, ον (Α) 1. (για πράγματα) αυτός που προξενεί αμοιβαίο φόνο ή αμοιβαία καταστροφή 2. (για πρόσωπα στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλοκτόνοι αυτοί που φονεύουν ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + κτόνος < κτείνω < α. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… … Dictionary of Greek