φλογόεις

φλογόεις

φλογόεις, όεσσα, όεν, poet. = φλογερός, φλόγεος, κύων Strat. 67 (XII, 225).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλογόεις — flashing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογόεις — εσσα, εν, Α 1. αυτός που εκπέμπει φλόγες («[Δία] φλογόεντα, πυρίβρομον», Ορφ. Ύμν.) 2. (για μάτια) σπινθηροβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • φλογόεν — φλογόεις flashing masc voc sg φλογόεις flashing neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογόεντα — φλογόεις flashing neut nom/voc/acc pl φλογόεις flashing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογόεντας — φλογόεις flashing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογόεντες — φλογόεις flashing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογόεντι — φλογόεις flashing masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογόεντος — φλογόεις flashing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογόεσσα — φλογόεις flashing fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογόεσσαν — φλογόεις flashing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”