φλοιο-βαρής

φλοιο-βαρής

φλοιο-βαρής, ές, schwer von Rinde, VLL.; s. Schol. Il. 23, 574.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οινοβαρής — ές (Α οἰνοβαρής, ές) αυτός που έχει πιει πολύ κρασί, μεθυσμένος, πιωμένος («πρῶτον αὐτὸν οἰνοβαρῆ προσείρηκεν, ὡς μάλιστα τῶν νοσημάτων τὴν οἰνοφλυγίαν προβαλλόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βαρής (< βάρος), πρβλ. φλοιο βαρής] …   Dictionary of Greek

  • φλοιοβαρής — ές, ΜΑ (για δένδρα) αυτός που έχει βαρύ ή πολύ φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + βαρής (< βάρος), πρβλ. θυμο βαρής, νοσο βαρής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”