- φλοΐζω
φλοΐζω, entrinden, die Rinde abschälen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλοΐζω, entrinden, die Rinde abschälen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλοΐζω — Α [φλοιός] (κυρίως παθ.) φλοΐζομαι αποβάλλω τον φλοιό, βγάζω τη φλούδα … Dictionary of Greek
περιφλοίζω — Α ξεφλουδίζω, αφαιρώ ολόγυρα τη φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλοΐζω «ξεφλουδίζω»] … Dictionary of Greek
φλοϊσμός — ὁ, Α [φλοΐζω] η αφαίρεση τού φλοιού, ξεφλούδισμα … Dictionary of Greek
φλοϊστικός — ή, όν, Α [φλοΐζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φλοϊσμό 2. φρ. «ἡ φλοϊστική φυτῶν» (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κατασκευής κάθε είδους πλεκτών αντικειμένων από τον κυρίως φλοιό νεαρών δένδρων ή τών κλαδιών τους (Πλάτ.) … Dictionary of Greek