- φον-ώδης
φον-ώδης, ες, mordartig, blutähnlich; ὀσμή, Mordgeruch, Theophr.; – βλέπων φονῶδες Alciphr. 3, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φον-ώδης, ες, mordartig, blutähnlich; ὀσμή, Mordgeruch, Theophr.; – βλέπων φονῶδες Alciphr. 3, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek