φίν

φίν

φίν, seltnere dor. Form statt σφίν, σφίσιν; Callim. Dian. 125. 213; Nic. Ther. 725.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φίν — (finn). Μονότυπο σκάφος ιστιοπλοϊκών αγώνων. Είναι το μικρότερο από τα σκάφη των ολυμπιακών αγώνων, μήκους 4,50 μ. και πλάτους 1,51 μ. Το πανί έχει επιφάνεια 9,30 τ. μ. Το συνολικό βάρος του είναι 145 κιλά. Το πλήρωμά του είναι ένας μόνο… …   Dictionary of Greek

  • φιν — (finn). Μονότυπο σκάφος ιστιοπλοϊκών αγώνων. Είναι το μικρότερο από τα σκάφη των ολυμπιακών αγώνων, μήκους 4,50 μ. και πλάτους 1,51 μ. Το πανί έχει επιφάνεια 9,30 τ. μ. Το συνολικό βάρος του είναι 145 κιλά. Το πλήρωμά του είναι ένας μόνο… …   Dictionary of Greek

  • φιν — το άκλ. (λ. αγγλ.), μικρό μονότυπο σκάφος ναυταθλητικών αγώνων, που έχει πλήρωμα ένα μόνο άτομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • SALAMIS vel SALAMIN — SALAMIS, vel SALAMIN hodie Coluri, teste Sophianô, insula sinus Saronici, inter Peloponnesum et Atticam, Aeginae proxima. Dionysius v. 511. Πρόςθε δὲ Σουνιάδος κορυφῆς, ἐφύπερθεν Α᾿βάντων Φαίνονται Σαλαμίς τε καὶ Αἰγίνης πτολιέθρον. Olim Cychria …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -φι(ν) — Α αρχαϊκό επίθημα ουσ. που απαντά κυρίως στην Μυκηναϊκή. Δηλώνει την τοπική και την οργανική πτώση, συνήθως τού πληθυντικού και συνάπτεται απευθείας στο θέμα τών ονομάτων τής α και γ κλίσης χωρίς συνδετικό φωνήεν, πρβλ. τα μυκην. rewopi = λεFομπ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… …   Dictionary of Greek

  • φενιανός — ή, ό, Ν φρ. «φενιανός κύκλος» λογοτ. διηγήσεις και μπαλάντες τής ιρλανδικής γαελικής λογοτεχνίας με θέμα τα κατορθώματα τού μυθικού Φιν ΜακΚούμχαϊλ και τών συντρόφων του πολεμιστών τής θρυλικής ομάδας Φιάνα Έιρεαν. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”