- φῑτυ-ποιμήν
φῑτυ-ποιμήν, ένος, ὁ, poet. statt φυτοκόμος, Pflanzenhüter, Aesch. Eum. 871.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φῑτυ-ποιμήν, ένος, ὁ, poet. statt φυτοκόμος, Pflanzenhüter, Aesch. Eum. 871.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιτυποίμην — ενος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) φυτοκόμος, κηπουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῖτυ «κλαδί, βλαστάρι» + ποιμήν, ένος] … Dictionary of Greek