- πρός-αρσις
πρός-αρσις, ἡ, = πρόςαρμα, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρός-αρσις, ἡ, = πρόςαρμα, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… … Dictionary of Greek