- πρός-εργος
πρός-εργος, zur Arbeit gehörig, ἄτρακτος, Leon. Tar. 8 (VI, 288).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρός-εργος, zur Arbeit gehörig, ἄτρακτος, Leon. Tar. 8 (VI, 288).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
μίσεργος — μίσεργος, ον (Α) αυτός που αισθάνεται αποστροφή προς την εργασία, οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ εργος] … Dictionary of Greek
ευεργός — εὐεργός, όν (Α) 1. (για γυναίκα) αυτή που πράττει καλά και αγαθά έργα, η σώφρων 2. κατάλληλος, χρήσιμος 3. (για αστέρες) ευνοϊκός 4. επεξεργασμένος ή καλλιεργημένος καλά 5. αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία («εὐεργός ὕλη», Αριστοτ.).… … Dictionary of Greek
οβριμοεργός — ὀβριμοεργός, όν (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα 2. (κατ επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιος («σχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» +… … Dictionary of Greek