χερνῆτις

χερνῆτις

χερνῆτις, ιδος, ἡ, fem. von χερνήτης, Tagelöhnerinn, Handarbeiterinn, bes. Spinnerinn um Tagelohn; γυνὴ χερνῆτις Il. 12, 433; γρηῦς Philp. 9 Crinag. 31 (VI, 203. IX, 276).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χερνῆτις — a woman that spins for daily hire fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνήτις — ήτιδος, ἡ, Α βλ. χερνής …   Dictionary of Greek

  • χερνῆτιν — χερνῆτις a woman that spins for daily hire fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… …   Dictionary of Greek

  • χερνήτιδας — χερνή̱τιδας , χερνῆτις a woman that spins for daily hire fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνήτιδες — χερνή̱τιδες , χερνῆτις a woman that spins for daily hire fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνήτιδι — χερνή̱τιδι , χερνῆτις a woman that spins for daily hire fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνήτιδος — χερνή̱τιδος , χερνῆτις a woman that spins for daily hire fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνήτισι — χερνή̱τισι , χερνῆτις a woman that spins for daily hire fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”