- πρός-κρουσμα
πρός-κρουσμα, τό, = πρόςκρουμα; neben ἔχϑρα, Dem. 54, 3; Plut. non posse 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρός-κρουσμα, τό, = πρόςκρουμα; neben ἔχϑρα, Dem. 54, 3; Plut. non posse 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek