- πρωτό-παλος
πρωτό-παλος, ὁ, erster Ringer, D. Cass. 72, 22, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτό-παλος, ὁ, erster Ringer, D. Cass. 72, 22, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόπαλος — η, ο (Α ισόπαλος, ον) ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα νεοελλ. ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος. επίρρ... ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως) με ισοπαλία, με ίση επίδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παλος (< πάλη), πρβλ. αντί παλος … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κολόμβος, Χριστόφορος — (Cristoforo Colombo, Γένοβα 1451 – Βαγιαδολίδ 1506). Ιταλός θαλασσοπόρος που ανακάλυψε την αμερικανική ήπειρο. Οι πληροφορίες για τη νεανική του ηλικία είναι ασαφείς. Φαίνεται ότι έως τα 22 του χρόνια είχε ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του … Dictionary of Greek
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek