- μυρόεις
μυρόεις, εσσα, εν, gesalbt, βόστρυχος, Eryc. 2 (VI, 234).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρόεις, εσσα, εν, gesalbt, βόστρυχος, Eryc. 2 (VI, 234).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρόεις — μυρόεις, εσσα, εν (Α) μυρωμένος, αρωματισμένος, ευώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. όεις (πρβλ. οιν όεις)] … Dictionary of Greek
μυρόεντα — μυρόεις anointed neut nom/voc/acc pl μυρόεις anointed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρόεντες — μυρόεις anointed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek
mire — MÍRE, miri, s.m. Nume purtat de bărbat în ziua sau în preajma căsătoriei sale. ♦ (La pl.) Nume dat, în ziua sau în preajma căsătoriei, celor două persoane care se căsătoresc. – cf. alb. m i r ë bun . Trimis de RACAI, 30.09.2003. Sursa: DEX 98 … … Dicționar Român