- μυρμηκίασις
μυρμηκίασις, ἡ, u. μυρμηκιασμός, ὁ, das Hervorbrechen der Warzen, μυρμήκια, u. das schmerzhafte Jucken derselben, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρμηκίασις, ἡ, u. μυρμηκιασμός, ὁ, das Hervorbrechen der Warzen, μυρμήκια, u. das schmerzhafte Jucken derselben, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρμηκίασις — irritation of the skin fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρμηκίαση — η (ΑΜ μυρμηκίασις) [μυρμηκιώ] νεοελλ. ιατρ. α) αίσθημα ελαφρών νυγμών εμφανιζόμενο σε μια περιοχή τού σώματος αυτομάτως ή λόγω συμπιέσεως αγγείων ή νεύρων ή και κατά τη διαδρομή ορισμένων νόσων β) αιμωδία, κοινώς μούδιασμα, μυρμήγκιασμα (μσν. αρχ … Dictionary of Greek