- μυρο-σταγής
μυρο-σταγής, ές, von Salböl träufelnd, frg. bei Suid. v. ἀναδούμενος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρο-σταγής, ές, von Salböl träufelnd, frg. bei Suid. v. ἀναδούμενος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκταροσταγής — νεκταροσταγής, ές (Α) αυτός που σταλάζει νέκταρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, αρος + σταγής (< θ. σταγ τού στάζω, πρβλ. σταγ ῆναι), πρβλ. δακρυ σταγής, μυρο σταγής] … Dictionary of Greek
μυροσταγής — μυροσταγής, ές (Α) αυτός που στάζει μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + σταγής (< στάζω), πρβλ. αιμο σταγής] … Dictionary of Greek