μυρο-φόρος

μυρο-φόρος

μυρο-φόρος, wohlriechende Salben bringend, tragend, enthaltend, Poll. 7, 177.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακκαβοπυρφόρος — κακκαβοπυρφόρος, ον (Μ) πυρπολικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκάβη (Ι) «καζάνι» + πυρ φόρος (< πῡρ + φορος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φόρος, μυρο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοφόρος — κοσμοφόρος, ὁ (ΑM) επιγρ. αυτός που κρατούσε τα κοσμήματα κατά τις θρησκευτικές πομπές μσν. (για την κιβωτό τού Νώε) αυτός που μεταφέρει κόσμο αρχ. αρχιτ. διακοσμητικό διάζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος, μυρο… …   Dictionary of Greek

  • μοσχοφόρος — α, ο (Μ μοσχοφόρος και μοσκοφόρος ον) αρωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, μυρο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • μυροφόρος — ο, θηλ. και α (ΑΜ μυροφόρος, ον) 1. αυτός που μεταφέρει μύρο ή που παράγει ή εμπεριέχει μύρο, ευώδης, μυροβόλος 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Μυροφόροι και οι Μυροφόρες εκκλ. οι ευλαβείς γυναίκες τής Γαλιλαίας, μαθήτριες τού Χριστού, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”