- μυρο-βρεχής
μυρο-βρεχής, ές, mit Salböl benetzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρο-βρεχής, ές, mit Salböl benetzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυροβραχής — και μυροβρεχής, ές (Α) (ιδίως για τα μαλλιά) αυτός που είναι βρεγμένος, αρωματισμένος με μύρο («καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βραχής / βρεχής (< βρέχω)] … Dictionary of Greek