- μυρο-βόστρυχος
μυρο-βόστρυχος, mit gesalbten, duftenden Locken, Mel. 105 (V, 147), wo v. l. μυρό-βοτρυς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρο-βόστρυχος, mit gesalbten, duftenden Locken, Mel. 105 (V, 147), wo v. l. μυρό-βοτρυς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανοβόστρυχος — κυανοβόστρυχος, ον (Α) αυτός που έχει μελανόχρωμους βοστρύχους, μαυροπλόκαμος, μαυρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βόστρυχος «μπούκλα» (πρβλ. ελικο βόστρυχος, μυρο βόστρυχος)] … Dictionary of Greek